Lancet 2009; 373: 1175-82
Επιμέλεια: Φλωρεντίν Ματίλντα, Λυμπερόπουλος Ευάγγελος
Θεωρητικό υπόβαθρο
Οι στατίνες ελαττώνουν τα επίπεδα της υψηλής ευαισθησίας C-αντιδρώσας πρωτεΐνης (hs-CRP) και της χοληστερόλης των χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνών (LDL-C). Αναλύσεις δεδομένων από μεγάλες μελέτες υποστηρίζουν ότι τα κλινικά συμβάματα μειώνονται περισσότερο σε ασθενείς που λαμβάνουν στατίνη και επιτυγχάνουν ταυτόχρονη ελάττωση της hs-CRP σε επίπεδα <2 mg/L και της LDL-C σε επίπεδα <70 mg/dL (1,8 mmol/L). Ωστόσο, δεν έχει επιβεβαιωθεί η ύπαρξη οφέλους από τη μείωση τόσο της LDL-C, όσο και της hs-CRP μετά την έναρξη θεραπείας με στατίνη, πράγμα το οποίο διερευνήθηκε στη συγκεκριμένη μελέτη.
Μέθοδοι
Στην ανάλυση αυτή, στην οποία συμπεριλήφθηκαν 15,548 υγιείς άνδρες και γυναίκες που συμμετείχαν στη μελέτη JUPITER (87% του συνολικού πληθυσμού της μελέτης), εκτιμήθηκε η επίδραση της χορήγησης ροσουβαστατίνης (20 mg) σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο στο ρυθμό εμφάνισης μη θανατηφόρου εμφράγματος του μυοκαρδίου ή μη θανατηφόρου αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου, διακομιδής στο νοσοκομείο εξαιτίας της εμφάνισης ασταθούς στηθάγχης, αρτηριακής επαναγγείωσης ή καρδιαγγειακού θανάτου (πρωτεύοντα καταληκτικά σημεία) σε μέγιστη διάρκεια παρακολούθησης 5 ετών (μέση διάρκεια παρακολούθησης 1,9 έτη), ανάλογα με τα επίπεδα της LDL-C (≥70 mg/dL ή <70 mg/dL) και της hs-CRP (≥2 mg/L ή <2 mg/dL) κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Στην ανάλυση συμπεριλήφθηκαν όλα τα συμβάματα που παρουσιάσθηκαν μετά τη τυχαιοποίηση των ασθενών.
Αποτελέσματα
Στα άτομα που έλαβαν ροσουβαστατίνη και πέτυχαν ελάττωση της LDL-C <70 mg/dL παρουσιάσθηκε μια κατά 55% ελάττωση των αγγειακών συμβαμάτων σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο (ρυθμός συμβαμάτων 0,51 έναντι 1,11 ανά 100 ανθρωπο-έτη, σχετικός κίνδυνος 0,45, 95% διάστημα εμπιστοσύνης 0,34-0,60, p<0,0001). Αντίστοιχα, παρατηρήθηκε μια 62% ελάττωση των αγγειακών συμβαμάτων στα άτομα που έλαβαν ροσουβαστατίνη και πέτυχαν ελάττωση της hs-CRP <2 mg/L (ρυθμός συμβαμάτων 0,42 ανά 100 ανθρωπο-έτη, σχετικός κίνδυνος 0,38, 95% διάστημα εμπιστοσύνης 0,26-0,56, p<0,0001). Οι μεταβολές των συγκεντρώσεων της LDL-C και της hs-CRP εμφάνισαν μικρή συσχέτιση μεταξύ τους σε κάθε ασθενή (r<0,15). Ωστόσο, παρατηρήθηκε μια 65% ελάττωση των αγγειακών συμβαμάτων στα άτομα που έλαβαν ροσουβαστατίνη και πέτυχαν ελάττωση τόσο της LDL-C <70 mg/dL, όσο και της hs-CRP <2 mg/L (ρυθμός συμβαμάτων 0,38 ανά 100 ανθρωπο-έτη, προσαρμοσμένος σχετικός κίνδυνος 0,35, 95% διάστημα εμπιστοσύνης 0,23-0,54, p<0,0001). Αντίθετα, η αντίστοιχη ελάττωση ήταν 33% σε όσους πέτυχαν έναν ή κανέναν από τους παραπάνω θεραπευτικούς στόχους (ρυθμός συμβαμάτων 0,74 ανά 100 ανθρωπο-έτη, σχετικός κίνδυνος 0,67, 95% διάστημα εμπιστοσύνης 0,52-0,87) (p<0,0001 μεταξύ των ομάδων). Στα άτομα που πέτυχαν ελάττωση της LDL-C <70 mg/dL και της hs-CRP <1 mg/L η αντίστοιχη ελάττωση ήταν 79% (ρυθμός συμβαμάτων 0,24 ανά 100 ανθρωπο-έτη, σχετικός κίνδυνος 0,21, 95% διάστημα εμπιστοσύνης 0,09-0,52). Τα επίπεδα της hs-CRP που επιτεύχθηκαν κατά τη διάρκεια της θεραπείας με ροσουβαστατίνη αποτελούσαν προγνωστικό παράγοντα για την εμφάνιση καρδιαγγειακών συμβαμάτων, ανεξάρτητα από την παράμετρο του μεταβολισμού των λιπιδίων που χρησιμοποιήθηκε ως στόχος της θεραπείας, συμπεριλαμβανομένου του λόγου απολιποπρωτεΐνη Β/ απολιποπρωτεΐνη ΑΙ.
Σύνοψη
Στα άτομα που επιλέγουν να ξεκινήσουν προφυλακτική φαρμακευτική αγωγή, η ελάττωση τόσο της LDL-C όσο και της hs-CRP αποτελούν προγνωστικούς δείκτες της αποτελεσματικότητας της θεραπείας με ροσουβαστατίνη.