Επιμέλεια: Μιχάλης Κωσταπάνος, Ευάγγελος Ν. Λυμπερόπουλος

Θεωρητικό υπόβαθρο

Είναι γνωστό ότι η χορήγηση στατινών συσχετίζεται με μείωση της επίπτωσης των καρδιαγγειακών συμβαμάτων σε άτομα υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου. Οι ασθενείς που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης πρώιμης καρδιαγγειακής νόσου. Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχουν δεδομένα από μεγάλες τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες που να τεκμηριώνουν το όφελος της θεραπείας με στατίνες όσον αφορά τη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου σε αυτά τα άτομα. Η μελέτη AURORA (A study to Evaluate the Use of Rosuvastatin in Subjects on Regular Hemodialysis: An Assessement of Survival and Cardiovascular Events) σχεδιάσθηκε για να εκτιμήσει την επίδραση της χορήγησης ροσουβαστατίνης 10 mg/ημέρα στον καρδιαγγειακό κίνδυνο ασθενών με τελικού σταδίου χρόνια νεφρική ανεπάρκεια που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση.

Μέθοδος

Η μελέτη AURORA είναι μία διεθνής, πολυκεντρική, τυχαιοποιημένη, διπλά-τυφλή, προοπτική κλινική μελέτη στην οποία συμμετείχαν 2.776 ασθενείς, ηλικίας 50 έως 80 ετών, οι οποίοι υποβάλλονταν σε αιμοκάθαρση για τουλάχιστον 3 μήνες και δεν είχαν πάρει θεραπεία με οποιαδήποτε στατίνη για τουλάχιστον 6 μήνες πριν από την ένταξή τους στη μελέτη. Αυτοί οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν σε ροσουβαστατίνη 10 mg/ημέρα ή σε εικονικό φάρμακο. Το συνδυασμένο καταληκτικό σημείο των θανάτων από καρδιαγγειακή νόσο και της εμφάνισης μη θανατηφόρου εμφράγματος του μυοκαρδίου ή αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου ήταν το πρωτογενές καταληκτικό σημείο της μελέτης. Δευτερογενή καταληκτικά σημεία της μελέτης ήταν η συνολική θνησιμότητα, η καρδιαγγειακή θνησιμότητα, η θνησιμότητα από μη καρδιαγγειακά αίτια, καθώς και η εμφάνιση των επιμέρους καρδιαγγειακών συμβαμάτων.

Αποτελέσματα

Μετά από 3 μήνες θεραπείας, τα επίπεδα της χοληστερόλης των χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνών (LDL-χοληστερόλης) μειώθηκαν κατά 43% στην ομάδα της ροσουβαστατίνης, από τα αρχικά επίπεδα που ήταν περίπου 100 mg/dL. Αντίθετα, τα επίπεδα της LDL-χοληστερόλης δεν μεταβλήθηκαν σημαντικά στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου. Τα επίπεδα της C-αντιδρώσας πρωτεΐνης υψηλής ευαισθησίας (που ήταν υψηλά κατά την ένταξη των ασθενών στη μελέτη) μειώθηκαν σημαντικά (κατά 11,5%) 3 μήνες μετά τη χορήγηση ροσουβαστατίνης. Κατά τη διάρκεια των 3,8 ετών της παρακολούθησης 396 άτομα από την ομάδα της ροσουβαστατίνης και 408 άτομα από την ομάδα του εικονικού φαρμάκου εμφάνισαν το πρωτογενές καταληκτικό σημείο (9,2 και 9,5 συμβάματα για κάθε 100 ασθενείς-έτη αντίστοιχα, σχετικός κίνδυνος 0,96, 95% όρια αξιοπιστίας, 0,84 έως 1,11, p=0.59). Η χορήγηση ροσουβαστατίνης δεν είχε καμία επίδραση στην επίπτωση των επιμέρους καρδιαγγειακών συμβαμάτων, καθώς και στη συνολική θνησιμότητα σε σύγκριση με τη χορήγηση του εικονικού φαρμάκου (13,5 έναντι 14,0 συμβάματα για κάθε 100 ασθενείς-έτη αντίστοιχα, σχετικός κίνδυνος 0,96, 95% όρια αξιοπιστίας, 0,86 έως 1,07, p=0.51). Τα αποτελέσματα της μελέτης ήταν παρόμοια και σε υποπληθυσμούς της μελέτης, όπως σε ασθενείς με γνωστή καρδιαγγειακή νόσο, σακχαρώδη διαβήτη, υπέρταση, καθώς και σε ασθενείς με υψηλά αρχικά επίπεδα LDL-χοληστερόλης ή C-αντιδρώσας πρωτεΐνης.

Συμπέρασμα

Η χορήγηση ροσουβαστατίνης σε ασθενείς με τελικού σταδίου χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση μειώνει σημαντικά τα επίπεδα της LDL-χοληστερόλης, χωρίς ωστόσο να έχει σημαντική επίδραση στην καρδιαγγειακή και συνολική θνησιμότητα, καθώς και στην καρδιαγγειακή νοσηρότητα, σε αυτούς τους ασθενείς.